- παρασπορά
- ἡ, ΜΑ [παρασπείρω]η σπορά κοντά σε κάτι άλλομσν.(στα ιερά κείμενα τής Βίβλου) παρεμβολήαρχ.1. διασπορά2. ανάμιξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρασπορά — παρασπορά̱ , παρασπορά sowing fem nom/voc/acc dual παρασπορά̱ , παρασπορά sowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασποράν — παρασπορά̱ν , παρασπορά sowing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασπορᾶς — παρασπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)